- ρόχθος
- οσυνεχής θόρυβος, πάταγος, ιδίως των κυμάτων: Ο ρόχθος των κυμάτων τον ενοχλούσε τις πρώτες μέρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ῥόχθος — roaring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ρόχθος — ο / ῥόχθος, ΝΜΑ θορυβώδης ήχος, κυρίως η βοή τών κυμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παράγωγο τού ῥοχθῶ (για το επίθημα τού τ. πρβλ. βρό χθος, μό χθος)] … Dictionary of Greek
ῥόχθοις — ῥόχθος roaring masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόχθοισι — ῥόχθος roaring masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόχθοισιν — ῥόχθος roaring masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ῥόχθον — ῥόχθος roaring masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μουγκρητό — και μουγγρητό, το 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μουγκρίζω, κραυγή θηρίου ή κατοικίδιου ζώου και ιδίως βοδιού ή αγελάδας, μυκηθμός, μουκάνισμα 2. (για πρόσωπα) γοερή και σπαρακτική κραυγή πόνου, ούρλιασμα, οιμωγή 3. (για τη θάλασσα) βοή,… … Dictionary of Greek
παλίρροχθος — παλίρροχθος, ον (Α) αυτός που ηχεί από τον ήχο τών παλιρροιών. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + ῥόχθος «βοή κυμάτων»] … Dictionary of Greek
ραχία — (I) και ιων. τ. ῥηχίη, ἡ, Α 1. η θάλασσα που φουσκώνει και σπάει στην ακτή (α. «ῥηχίη δ ἐν αὐτῷ καὶ ἄμπωτις ἀνὰ πᾱσαν ἡμέρην γίνεται», Ηρόδ. β. «αἴτιον δὲ λέγουσι Ποτιδαιῆται τῆς ῥηχίης και τῆς πλημμυρίδος καὶ τοῡ Περσικοῡ πάθεος γενέσθαι», Ηρόδ) … Dictionary of Greek
ροίζος — ο / ῥοῑζος, ΝΜΑ, και ιων. τ. ῥοῑζος, ἡ, Α νεοελλ. ιατρ. αίσθημα τρομώδους δονήσεως, αντιληπτό κατά την ψηλάφηση και την ακρόαση, λ.χ. σε στένωση τής μιτροειδούς βαλβίδας τής καρδιάς, όπου θυμίζει ροχαλητό γάτας μσν. (σχετικά με τους ψαλμούς)… … Dictionary of Greek